αναθεωρητισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αναθεωρητισμός αναθεωρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναθεωρητισμός
✦ η τάση για αναθεώρηση των θεμελιωδών αρχών ενός δόγματος και ειδ. του επιστημονικού σοσιαλισμού
Συνώνυμα
ρεβιζιονισμός (διεθνής όρος:revisionisme)
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–