αναθεωρητικός


αναθεωρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναθεωρητικός αναθεωρώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναθεωρητικός -ή, -ό

✦ ο αρμόδιος να προβεί σε αναθεώρηση: αναθεωρητικό δικαστήριο – αναθεωρητική βουλή (που αναθεωρεί διατάξεις του συντάγματος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.