αναθεωρήτρια


αναθεωρήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αναθεωρήτρια αναθεωρώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναθεωρήτρια

✦ θηλ. αναθεωρήτρια αυτός που αναθεωρεί, που επανεξετάζει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.