αναθεματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αναθεματίζω ανάθεμα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναθεματίζω
✦ καταριέμαι, αφορίζω
✦ στέλνω στο ανάθεμα, διαβολοστέλνω
✦ αρσ. μτχ. παθ. πρκμ. ο αναθεματισμένος ως ουσ., ο σατανάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευλογώ, μακαρίζω
Επιρρήματα
–