αναθεματάρι
Προφορά
Ετυμολογία
αναθεματάρι ανάθεμα
Ερμηνεία
αναθεματάρι
✦ σωρός από πέτρες που σχηματίζεται στον τόπο του αναθέματος (βλ. λ. ανάθεμα): το αναθεματάρι είναι οι πέτρες που σωριάζουν όπου γίνει φονικό, για να το σκεπάσουν και να το ξορκίσουν (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–