αναζητήτρια


αναζητήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αναζητήτρια αναζητώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναζητήτρια

✦ θηλ. αναζητήτρια αυτός που αναζητεί, που εξετάζει ή ερευνά με επιμονή κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.