αναγνωριστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αναγνωριστικός μεταγενέστερη ελληνική ἀναγνωριστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναγνωριστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την αναγνώριση ή εκτελούμενος για αναγνώριση: αναγνωριστική πράξη – αναγνωριστικές πτήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αναγνωριστικά (Κ αναγνωριστικώς)