αναγλυφικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αναγλυφικότητα ανάγλυφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναγλυφικότητα
✦ η ιδιότητα του ανάγλυφου, το να είναι κάτι ανάγλυφο: ανάγκη να δίνει αναγλυφικότητα (modelé) στις φόρμες του (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–