αναγκεμένος


αναγκεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αναγκεμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος αναγκεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναγκεμένος -η, -ο

✦ που έχει πολλές ανάγκες, φτωχός: ο αναγκεμένος είναι το κλοτσοσκούφι ολουνών (Διδώ Σωτηρίου)
✦ ο βαριά άρρωστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.