αναγκαστικός


αναγκαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναγκαστικός αρχαία ελληνική ἀναγκαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναγκαστικός -ή, -ό

✦ υποχρεωτικός: αναγκαστική εισφορά
✦ ο επιβαλλόμενος από τις κρατούσες συνθήκες: αναγκαστική προσγείωση

Συνώνυμα
αναγκαίος
Αντίθετα
προαιρετικός, εκούσιος
Επιρρήματα
αναγκαστικά (Κ αναγκαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.