αναγκάζω


αναγκάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αναγκάζω αρχαία ελληνική ἀναγκάζω

Ερμηνεία
ρήμα αναγκάζω

✦ επιβάλλω με τη βία, υποχρεώνω: η έλλειψη τροφίμων και η δίψα μιας ολόκληρης ημέρας ανάγκασαν τους αντάρτες να αποσυρθούν (Ρέα Γαλανάκη)
✦ αναγκάζομαι, πιέζομαι, ζορίζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.