αναγεννητικός


αναγεννητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναγεννητικός μεταγενέστερη ελληνική ἀναγεννητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναγεννητικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να συντελέσει στην αναγέννηση, στην αναζωογόνηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναγεννητικά (Κ αναγεννητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.