αναγελώ
Προφορά
Ετυμολογία
αναγελώ αρχαία ελληνική ἀναγελῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναγελώ -άς, -ά
✦ εμπαίζω, χλευάζω, περιγελώ: οι Θαλασσοχωρίτες τ’ αναγελούσαν τα γράμματα· την παλικαριά την προσκυνούσαν (Κ. Παλαμάς)
✦ γελώ δυνατά, καγχάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–