αναγελαστικός


αναγελαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναγελαστικός αναγελαστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναγελαστικός -ή, -ό

✦ που αναγελά, χλευαστικός, κοροϊδευτικός: ακουγόταν αναγελαστική μια φωνή (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναγελαστικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.