αναγελάστρα


αναγελάστρα
Προφορά

Ετυμολογία
αναγελάστρα αναγελώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναγελάστρα

✦ θηλ. αναγελάστρα αυτός που εμπαίζει, χλευάζει τους άλλους

Συνώνυμα
χλευαστής, κοροϊδευτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.