αναγγελτήριος
Προφορά
Ετυμολογία
αναγγελτήριος αναγγέλλω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναγγελτήριος -α, -ο
✦ αυτός με τον οποίο γίνεται αναγγελία για κάτι
✦ ουδ. αναγγελτήριο ως ουσ., έντυπο το οποίο χρησιμοποιείται για να γίνει γνωστοποίηση για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–