αναγέννηση
Προφορά
Ετυμολογία
αναγέννηση μεταγενέστερη ελληνική ἀναγέννησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναγέννηση
✦ η εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα, αναδημιουργία
✦ ανάκτηση δυνάμεων, ξαναζωντάνεμα
✦ Αναγέννηση, πολυσύνθετο, πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο του 14ου – 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη, που σημειώνει τη μετάβαση από το Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή και χαρακτηρίζεται κυρίως από πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, σύμφωνη με τη φύση, το πνεύμα και τις μορφές της κλασικής αρχαιότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–