αναέριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αναέριστος αν- στερητικό + αερίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναέριστος -η, -ο
✦ που δεν ανανεώθηκε ο αέρας του: μια μυρουδιά αναέριστης κάμαρας τον χτύπησε όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του (Μ. Καραγάτσης)
✦ (για αντικείμ.) που δεν έχει εκτεθεί στον αέρα: αναέριστα τα σκεπάσματα τόσες μέρες, είχαν μπόχα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–