ανάσυρμα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάσυρμα αρχαία ελληνική ἀνάσυρμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανάσυρμα
✦ ο επιθανάτιος ρόγχος, ανάσερμα
✦ ελαφρό σύρσιμο, αθόρυβη διέλευση: φάντασμα καλοθύμητο περνάει μ’ ανάλαφρον ανάσυρμα και πάει (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–