ανάσαση


ανάσαση
Προφορά

Ετυμολογία
ανάσαση ανασαίνω

Ερμηνεία
ανάσαση

✦ ανάσα: πιάνεται ο ανασασμός του· δε μπορεί, αλλ’ ούτε και που θέλει να μιλήσει (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) ανακούφιση, ξαλάφρωμα: άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια αλλ’ ανάσαση καμιά (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.