ανάργυρος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάργυρος αρχαία ελληνική ἀνάργυρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανάργυρος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει χρήματα, δεν έχει περιουσία
✦ αυτός που δεν δέχεται χρήματα για υπηρεσίες που προσφέρει
✦ (για υπηρεσίες) ο παρεχόμενος δωρεάν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–