ανάπτυγμα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάπτυγμα αναπτύσσω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανάπτυγμα
✦ το αποτέλεσμα της αναπτύξεως, έκταση κάποιου πράγματος
✦ (γεωμ.) ανάπτυγμα γραμμής, ευθεία γραμμή ισομήκης με δοθείσα μη ευθεία γραμμή – ανάπτυγμα επιφανείας, τμήμα επίπεδης επιφάνειας με εμβαδό ίσο με αντίστοιχο τμήμα μη επίπεδης επιφάνειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–