ανάπηρος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάπηρος αρχαία ελληνική ἀνάπηρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανάπηρος -η, -ο
✦ ο μη αρτιμελής, ο ακρωτηριασμένος
✦ (γεν.) ο ανίκανος για εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής ελαττωματικότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–