ανάπαψη


ανάπαψη
Προφορά

Ετυμολογία
ανάπαψη αρχαία ελληνική ἀνάπαυσις

Ερμηνεία
ανάπαψη

✦ (Κ ανάπαυσις, -εως) διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας, ξεκούραση
✦ ύπνος
(μτφ. ) ο θάνατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.