ανάπαυλα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάπαυλα αρχαία ελληνική ἀνάπαυλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάπαυλα
✦ προσωρινή διακοπή από κουραστική απασχόληση: πρέπει να σχεδιάζει έργα που δεν χωράν σε μια ζωή και συγχρόνως να τα εκτελεί με βία και χωρίς ανάπαυλα (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–