ανάπαλση


ανάπαλση
Προφορά

Ετυμολογία
ανάπαλση αρχαία ελληνική ἀνάπαλσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανάπαλση

✦ η ενέργεια του αναπάλλω, αναπήδηση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναπάλλομαι, συγκλονισμός: η πλαστική έκφραση ακολουθούσε από κοντά τις αναπάλσεις του λαού (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.