ανάπαιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάπαιστος αρχαία ελληνική ἀνάπαιστος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανάπαιστος
✦ στιχουργικός ρυθμός που αναπτύσσεται με βάση τις δύο άτονες συλλαβές ακολουθούμενες από μία τονισμένη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–