ανάμειξη
Προφορά
Ετυμολογία
ανάμειξη μεταγενέστερη ελληνική ἀνάμ(ε)ιξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάμειξη
✦ ανακάτωμα
✦ (μτφ. ) συμμετοχή, μπλέξιμο: η ανάμειξη των βασιλέων στις εκλογές και τη λειτουργία της βουλής παραβίαζε το με επανάσταση αποκτημένο σύνταγμα (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–