ανάλλαγος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάλλαγος μεταγενέστερη ελληνική ἀνάλλακτος
Ερμηνεία
ανάλλαγος
✦ κ. ανάλλαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δεν άλλαξε ή που δεν επιδέχεται αλλαγή ή αλλοίωση
✦ αυτός που δεν άλλαξε εσώρουχα, ή και εξωτερική περιβολή: ήρθε στην εκκλησία ανάλλαγος
Συνώνυμα
αναλλοίωτος, αμετάβλητος
Αντίθετα
αλλαγμένος, μεταβλητός ,αλλαγμένος
Επιρρήματα
ανάλλαγα κ.ανάλλαχτα