ανάλεκτα


ανάλεκτα
Προφορά

Ετυμολογία
ανάλεκτα └ουδ┘ του επιθέτου ανάλεκτος

Ερμηνεία
ανάλεκτα

✦ ουσ. συλλογή έργων με ποικίλο περιεχόμενο σε ενιαία έκδοση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.