ανάκυψη
Προφορά
Ετυμολογία
ανάκυψη ανακύπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάκυψη
✦ εμφάνιση, ανέβασμα στην επιφάνεια
✦ είδος γυμναστικής ασκήσεως, κατά την οποία ανυψώνεται το κεφάλι ή ο κορμός από κάποια κεκλιμένη θέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–