ανάκουστος


ανάκουστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανάκουστος μεταγενέστερη ελληνική ἀνάκουστος

Ερμηνεία
ανάκουστος

✦ κ. ανήκουστος, -η, -ο επίθ. (Κ ανήκουστος, -ος, -ον) που δεν ακούγεται ή που μόλις ακούγεται: ανάκουστος κελαηδισμός και λιποθυμισμένος (Διον. Σολωμός)
✦ που ακούγεται για πρώτη φορά

Συνώνυμα
πρωτάκουστος, απίθανος, απίστευτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανάκουστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.