ανάθεμα


ανάθεμα
Προφορά

Ετυμολογία
ανάθεμα μεταγενέστερη ελληνική ἀνάθεμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ανάθεμα

✦ κατάρα, αφορισμός
✦ φρ. ανάθεμά τον – ας πάει στ’ ανάθεμα (στην κατάρα, στο διάβολο)
✦ ο τόπος όπου έγινε κάποια κακή πράξη, ή χρησιμοποιείται συμβολικά, και στον οποίο κάθε διαβάτης ρίχνει τη δική του πέτρα (λίθος του αναθέματος) λέγοντας «ανάθεμα στον τάδε» καθώς και ο σωρός από πέτρες που σχηματίζεται εκεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.