ανάγλυφος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάγλυφος μεταγενέστερη ελληνική ἀνάγλυφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανάγλυφος -η, -ο
✦ σκαλισμένος έτσι ώστε να εξέχει από την επιφάνεια
✦ (μτφ. ) ο πολύ παραστατικός, ο έντονα απεικονιζόμενος
✦ το ουδ. το ανάγλυφο(ν) ως ουσ., παράσταση εξέχουσα από την επιφάνεια στην οποία απεικονίζεται: έκτυπο – αβαθές ανάγλυφο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανάγλυφα (Κ αναγλύφως)