αμοιρολόγητος


αμοιρολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
αμοιρολόγητος ἀ στερητικό + μοιρολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμοιρολόγητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τον μοιρολόγησαν, που δεν τον έκλαψαν με μοιρολόγια

Συνώνυμα
άκλαυτος, αθρήνητος
Αντίθετα
κλαμένος, μοιρολογημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.