αμοιβαιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αμοιβαιότητα αμοιβαίος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αμοιβαιότητα
✦ ανταπόδοση, εναλλαγή
✦ (διεθν. δίκ.) αρχή ή πρακτική αμοιβαίων υποχρεώσεων, δικαιωμάτων ή προνομίων μεταξύ δύο κρατών: η έκδοση εγκληματιών υπό τον όρο της αμοιβαιότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–