αμνιακός


αμνιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αμνιακός αρχαία ελληνική ἀμνίον

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμνιακός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο (βλ. λ.) : αμνιακό υγρό – αμνιακός σάκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.