αμνησίκακος


αμνησίκακος
Προφορά

Ετυμολογία
αμνησίκακος μεταγενέστερη ελληνική ἀμνησίκακος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμνησίκακος -η, -ο

✦ ο μη εκδικητικός, που δε μισεί όσους τον έβλαψαν

Συνώνυμα
ανεξίκακος, μακρόθυμος
Αντίθετα
μνησίκακος, εκδικητικός
Επιρρήματα
αμνησίκακα (Κ αμνησικάκως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.