αμμώδης


αμμώδης
Προφορά

Ετυμολογία
αμμώδης αρχαία ελληνική ἀμμώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμμώδης -ης, -ες

✦ ο γεμάτος άμμο, αμμουδερός: παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.