αμμωνία
Προφορά
Ετυμολογία
αμμωνία μεταγενέστερη ελληνική ἀμμωνία, που πιστοποιείται από τα ἀμμωνιακή, -όν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αμμωνία
✦ η κυριότερη ένωση του αζώτου με το υδρογόνο σε στερεή, υγρή και αέρια μορφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–