αμμούδα
Προφορά
Ετυμολογία
αμμούδα άμμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αμμούδα
✦ αμμώδης βυθός θάλασσας: ο βυθός του λιμανιού φούσκωνε από την άμμο… κι από τις βρόμες… κι έβλεπες εδώ τη φυκιάδα κι εκεί την αμμούδα να σηκώνουνται (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–