αλλόθρησκος


αλλόθρησκος
Προφορά

Ετυμολογία
αλλόθρησκος άλλος + θρήσκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλλόθρησκος -η, -ο

✦ αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή δόγμα

Συνώνυμα
αλλόπιστος, αλλόδοξος
Αντίθετα
ομόθρησκος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.