αλλοδαπός


αλλοδαπός
Προφορά

Ετυμολογία
αλλοδαπός αρχαία ελληνική ἀλλοδαπός, από το ἄλλο

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλλοδαπός -ή, -ό

✦ ο καταγόμενος από ξένο τόπο, ο υπήκοος ξένου κράτους

Συνώνυμα
αλλογενής, αλλοεθνής, αλλόφυλος
Αντίθετα
ημεδαπός, ομογενής, ομοεθνής, ντόπιος
Επιρρήματα


One Reply to “αλλοδαπός”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.