αλληλοσκοτώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλοσκοτώνομαι αλληλο- + σκοτώνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αλληλοσκοτώνομαι
✦ δέχομαι θανάσιμο πλήγμα από κάποιον και ανταποδίδω το χτύπημα
✦ για ομάδες, που συμπλέκονται ενόπλως
✦ τσακώνομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–