αλλεπάλληλος
Προφορά
Ετυμολογία
αλλεπάλληλος μεταγενέστερη ελληνική ἀλλεπάλληλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλλεπάλληλος -η, -ο
✦ ο συχνά και σε σύντομα χρονικά διαστήματα επαναλαμβανόμενος, που ακολουθεί ο ένας τον άλλον: αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις
Συνώνυμα
επανειλημμένος, απανωτός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλλεπάλληλα (Κ αλλεπαλλήλως)