αλλαξόπιστος


αλλαξόπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλλαξόπιστος από τον αόρ. άλλαξα του ρήματος αλλάζω + └ουσ┘ πίστις

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλλαξόπιστος -η, -ο

✦ αυτός που αλλάζει την πίστη του ή τις πεποιθήσεις του, εξωμότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.