αλλαντικά


αλλαντικά
Προφορά

Ετυμολογία
αλλαντικά αρχαία ελληνική ἀλλᾶς, -ᾶντος

Ερμηνεία
αλλαντικά

✦ ουσ. παρασκευάσματα από λιανισμένο ή καπνιστό κρέας, με διάφορα καρυκεύματα

Συνώνυμα
σαλαμικά
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.