αλκυονίδα


αλκυονίδα
Προφορά

Ετυμολογία
αλκυονίδα αρχαία ελληνική ἀλκυονίς, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἀλκυών

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλκυονίδα

✦ το πουλί αλκυόνα
✦ πληθ. ως επίθ. αλκυονίδες (μέρες), κατά τη μυθολογία, οι εφτά μέρες πριν από τις χειμερινές τροπές του ήλιου και οι εφτά που ακολουθούν, κατά τις οποίες επικρατεί καλοκαιρία και η αλκυόνα κλωσά τα αβγά της
✦ οι χειμωνιάτικες λιακάδες, ειδικά του Ιανουαρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.