αλκοολισμός


αλκοολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αλκοολισμός αλκοόλ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αλκοολισμός

✦ παθολογική, νοσηρή τάση προς την υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών
✦ χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.