αλκαλοειδές


αλκαλοειδές
Προφορά

Ετυμολογία
αλκαλοειδές └γαλλ┘ alcaloide

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αλκαλοειδές

✦ οργανική ένωση που περιέχει άζωτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.